Η ελκώδης κολίτιδα είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ιδιοπαθών φλεγμονωδών. Το 2023, ο επιπολασμός της ελκώδους κολίτιδας εκτιμήθηκε ότι είναι 5 εκατομμύρια περιστατικά σε όλο τον κόσμο και η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται παγκοσμίως. Τα αίτια εμφάνισης της νόσου δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Ωστόσο, θεωρείται, ότι επηρεάζεται από γενετική προδιάθεση, εξωτερικούς παράγοντες και διατάραξη του εντερικού μικροβιώματος.
Τι είναι η ελκώδης κολίτιδα και τι συμπτώματα εμφανίζει;
H ελκώδης κολίτιδα (Ulcerative colitis) ανήκει στις ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου και βάλει τον βλεννογόνο του παχέος εντέρου, αυξάνοντας τον όγκο του και προκαλώντας πληγές (έλκη) και φλεγμονές στην εσωτερική επένδυση του παχέος εντέρου. Τα έλκη μπορεί να εμφανιστούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο τμήμα του παχέος εντέρου, επηρεάζοντας τη διαδικασία απορρόφησης νερού και σχηματισμού των κοπράνων, με αποτέλεσμα οι κενώσεις έχουν διαρροϊκή μορφή, με παρουσία βλέννας ή και αίματος.
Τα συμπτώματα της ελκώδους κολίτιδας μπορεί να είναι ήπιας ή σοβαρής μορφής και ποικίλλουν από άτομο σε άτομο. Περιλαμβάνουν, κυρίως, διάρροια, αιματηρές κενώσεις και αιμορραγία στο ορθό, παρουσία βλέννας στα κόπρανα, κοιλιακές κράμπες, κοιλιακό άλγος ακόμα και πυρετό. Η παρουσία ελκώδους κολίτιδας χωρίς τον έλεγχο με φαρμακευτική αγωγή και διατροφή μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη όρεξη, περιορισμένη απορρόφηση βιταμινών και ιχνοστοιχείων και συνεπώς σε απώλεια βάρους. Επομένως, η ισορροπημένη διατροφή με πληρότητα θρεπτικών συστατικών είναι απαραίτητη για τους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η θρέψη και η σωστή λειτουργία των οργανικών συστημάτων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι λόγω του κινδύνου καρκίνου του παχέος εντέρου, συνιστάται κολονοσκόπηση σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Παράγοντες εμφάνισης
Η ελκώδης κολίτιδα μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί σε άτομα ηλικίας μεταξύ 15 και 30 ετών. Η γενετική προδιάθεση και η έκθεση σε εξωγενείς παράγοντες φαίνεται να παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ασθένειας, χωρίς όμως να έχει αποσαφηνιστεί πλήρως ο μηχανισμός της νόσου. Ωστόσο, ως σημαντικότερος ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου θεωρείται το οικογενειακό ιστορικό της νόσου (8% έως 14% των ασθενών). Η γενική αρχή οποιουδήποτε αυτοάνοσου νοσήματος έχει να κάνει με την επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος προς στον ίδιο τον οργανισμό και την παραγωγή προφλεγμονωδών ουσιών. Η ιατρική κοινότητα προσανατολίζεται στο συμπέρασμα πως η ελκώδης κολίτιδα προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας δυσλειτουργικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της βακτηριακής μικροχλωρίδας του εντέρου και του ανοσοποιητικού συστήματος του βλεννογόνου.
Διάγνωση και θεραπευτική προσέγγιση της ελκώδους κολίτιδας
Η διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας βασίζεται σε συνδυασμό κλινικών, βιολογικών, ενδοσκοπικών και ιστολογικών ευρημάτων. Οι ιατρικές εξετάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν εξετάσεις αίματος, εξετάσεις κοπράνων και ενδοσκόπηση του παχέος εντέρου.
Πρωταρχικό στόχο της ορθής διάγνωσης αποτελεί η ομαλοποίηση των φλεγμονωδών βιοδεικτών, προκειμένου να διατηρείται κλινική ύφεση. Οι περισσότερες προσεγγιστικές μέθοδοι βασίζονται σε φάρμακα για τη μείωση της φλεγμονής στο παχύ έντερο, τα οποία επιφέρουν την ύφεση των συμπτωμάτων και βοηθούν στη διατήρησή της. Η πρόγνωση κατά την πρώτη δεκαετία μετά τη διάγνωση είναι συχνά γενικά καλή και οι περισσότεροι ασθενείς οδηγούνται σε ύφεση. Ωστόσο, η επιλογή θεραπείας για ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα βασίζεται τόσο στην έκταση της νόσου όσο και στη σοβαρότητα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γιατροί μπορεί να συστήσουν χειρουργική επέμβαση για τη θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας ή επιπλοκών αυτής. Αν και τα τελευταία χρόνια οι θεραπευτικές επιλογές επεκτείνονται, το 10-20% των ασθενών εξακολουθούν να χρειάζονται χειρουργική επέμβαση, λόγω της αποτυχία της ιατρικής θεραπείας ή άλλων παρενεργειών.
Διατροφική προσέγγιση για την Ελκώδη Κολίτιδα
Στην έξαρση της ελκώδους κολίτιδας, συστήνεται η υιοθέτηση ειδικής διατροφής με σκοπό την αύξηση των προσλαμβανόμενων θερμίδων και θρεπτικών συστατικών και την παράλληλη μείωση του ερεθισμού του εντερικού βλεννογόνου. Οι περισσότεροι ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα χρήζουν ειδικής παρακολούθησης από διατροφολόγο για την σωστή επιλογή γευμάτων.
Οι μελέτες δεν έχουν συσχετίσει συγκεκριμένα τρόφιμα με την πρόκληση συμπτωμάτων ελκώδους κολίτιδας, αν και οι πιο υγιεινές δίαιτες φαίνεται να σχετίζονται με μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης IBD. Παρομοίως, δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι συγκεκριμένα τρόφιμα επιδεινώνουν την ελκώδη κολίτιδα. Ωστόσο, υπάρχουν εύκολες πρακτικές που βοηθούν στον έλεγχο των συμπτωμάτων, όπως για παράδειγμα η διατήρηση ενός ημερολογίου τροφίμων, γεγονός που μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό τροφίμων που φαίνεται να επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Παρότι η τήρηση ημερολογίου μπορεί να είναι χρήσιμη, χρειάζεται προσοχή ώστε να μην γίνει πλήρης εξάλειψη τροφίμων, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών.
Η πρόσληψη πολλών υγρών και κυρίως νερού (8-10 ποτήρια την ημέρα) είναι απαραίτητη σε όλα τα στάδια, ώστε να αποφευχθεί η αφυδάτωση σε περίπτωση έντονης διάρροιας και να προληφθεί η δυσκοιλιότητα. Το νερό είναι η καλύτερη πηγή υγρών, ενώ θα πρέπει να αποφεύγεται η καφεΐνη και το αλκοόλ, καθώς αυτά τείνουν να επιδεινώνουν τη διάρροια, όπως επίσης και τα ανθρακούχα ποτά, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν μετεωρισμό (αέρια). Επίσης, προτείνεται η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, ώστε να διασφαλιστεί η σωστή η θρέψη του οργανισμού, όπως πολυβιταμινούχα σκευάσματα, συμπλήρωμα ασβεστίου και βιταμίνης D και φυλλικό οξύ.
Πως συμβάλλουν τα προβιοτικά στην Ελκώδη Κολίτιδα
Καθώς το εντερικό μικροβίωμα είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες στην αιτιολογία της ελκώδους κολίτιδας, τα προβιοτικά φαίνεται να είναι χρήσιμα στη διαχείριση της νόσου και την επίτευξη της ύφεσης, βελτιώνοντας συμπτώματα όπως αέρια, φουσκώματα και διάρροια.. Τα προβιοτικά φαίνεται να συμβάλλουν στην αποκατάσταση του εντερικού μικροβιώματος μετά από περιόδους έξαρσης της ελκώδους κολίτιδας και μετά από βαριά αντιβιοτικά (και μη) σχήματα θεραπείας. Όλο και περισσότερες μελέτες αξιολογούν τις δυνατότητες των προβιοτικών σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, δοκιμάζοντας διαφορετικούς συνδυασμούς και πολλαπλά στελέχη. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν είναι όλα τα προβιοτικά συμπληρώματα όμοια, καθώς τα συμπληρώματα προβιοτικών μπορεί να διαφέρουν τόσο στην σύσταση των στελεχών που περιέχουν όσο και στον συνολικό πληθυσμό ζωντανών μικροοργανισμών. Ανάλογα με την κατάσταση της νόσου προτείνονται διαφορετικά προϊόντα, ενώ είναι πάντοτε απαραίτητο να υπάρχει καθοδήγηση από γαστρεντερολόγο.
To bacteflora® GOLD της OLONEA είναι ένα συμπλήρωμα διατροφής υψηλής περιεκτικότητας σε προβιοτικά. Είναι συμβιωτικό, περιέχοντας 12 διαφορετικά προβιοτικά στελέχη με 100 δις ανά κάψουλα και πρεβιοτική ινουλίνη. Τα στελέχη του bacteflora® GOLD και ο υψηλός πληθυσμός απευθύνονται σε άτομα με αυξημένες ανάγκες ή σοβαρές διαταραχές του εντερικού μικροβιώματος, όπως οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου.
Αγάπησε το μικροβίωμα σου. Βρες και εσύ το δικό σου bacteflora!
Βιβλιογραφία
- Caviglia, G., De Blasio, F., Vernero, M., Armandi, A., Rosso, C., Saracco, G., Bugianesi, E., Astegiano, M. and Ribaldone, D., 2021. Efficacy of a Preparation Based on Calcium Butyrate, Bifidobacterium bifidum, Bifidobacterium lactis, and Fructooligosaccharides in the Prevention of Relapse in Ulcerative Colitis: A Prospective Observational Study. Journal of Clinical Medicine, 10(21), p.4961.
- Leccese, G., Bibi, A., Mazza, S., Facciotti, F., Caprioli, F., Landini, P. and Paroni, M., 2020. Probiotic Lactobacillus and Bifidobacterium Strains Counteract Adherent-Invasive Escherichia coli (AIEC) Virulence and Hamper IL-23/Th17 Axis in Ulcerative Colitis, but Not in Crohn’s Disease. Cells, 9(8), p.1824.
- Derikx LA, Dieleman LA, Hoentjen F. Probiotics and prebiotics in ulcerative colitis. Best Pract Res Clin Gastroenterol. 2016 Feb;30(1):55-71. doi: 10.1016/j.bpg.2016.02.005. Epub 2016 Feb 9. PMID: 27048897.
- Zhang YZ, Li YY. Inflammatory bowel disease: pathogenesis. World J Gastroenterol. 2014 Jan 7;20(1):91-9. doi: 10.3748/wjg.v20.i1.91. PMID: 24415861; PMCID: PMC3886036.